τίγρεως

τίγρεως
τίγρεω̆ς , τίγρις
tiger
masc/fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τίγρεως — Τίγρεω̆ς , Τίγρις tiger masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • ελαμιτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη χώρα τού Ελάμ, την αρχαία Ελυμαία ή Ελαμίτιδα, στην Ασία, ανατολικά τού ποταμού Τίγρεως («ελαμιτικός πολιτισμός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”